- ἰσονομεῖσθαι
- ἰσονομέομαιhave equal rightspres inf pass (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισονομούμαι — ἰσονομοῡμαι, έομαι (Α) [ισόνομος] ζω σε ελεύθερη πολιτεία και έχω ίσα δικαιώματα με τους άλλους («ἀλλὰ δὴ μὴ μετὰ πολλῶν ἰσονομεῑσθαι», Θουκ.) … Dictionary of Greek